- σάνδυξ
- σάνδυξa bright red colourfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σάνδυξ — (I) υκος και σάνδιξ, ικος, ἡ, Α λαμπερό ερυθρό χρώμα 2. είδος αλοιφής, πιθ. μίγμα οξειδίου τού ψευδαργύρου και ανθρακικού άλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προέλευσης. Πρόκειται για λ. με ευρεία διάδοση, η οποία συνδέεται με αρχ. ινδ.… … Dictionary of Greek
ἀρμένιον — σάνδυξ a bright red colour masc/fem acc sg σάνδυξ a bright red colour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδικα — σάνδυξ a bright red colour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδικος — σάνδυξ a bright red colour fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδιξ — σάνδυξ a bright red colour fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδυκα — σάνδυξ a bright red colour fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδυκας — σάνδυξ a bright red colour fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδυκι — σάνδυξ a bright red colour fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδυκος — σάνδυξ a bright red colour fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σάνδυξι — σάνδυξ a bright red colour fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)